θεραπίς

θεραπίς
θεραπίς, -ίδος, ἡ (Α) [θέραψ]
η θεραπαινίδα («λίαν φιλοικτίρμων ἐστί καὶ τοῡ ἥττονος θεραπίς» — είναι πολύ φιλεύσπλαγχνη και πρόθυμη να υπηρετήσει τον ασθενέστερο, Πλάτ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Look at other dictionaries:

  • θεραπίς — paying court to fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θεραπίδα — θεραπίς paying court to fem acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • θέραψ — θέραψ, ὁ (Α) θεράπων («Φοίβου Δελφοὶ θέραπες», Ευρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. τού θεράπων*. ΠΑΡ. θεραπεύω αρχ. θεράπιον, θεραπίς] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”